- ἄρτυνος
- ἄρτυνοςa magitratemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρτυνος — ἄρτυνος και αρτύνας, ο (Α) άρχοντας στο Άργος και στην Επίδαυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτύνω, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
ἀρτύνω — ἄρτυνος a magitrate masc nom/voc/acc dual ἄρτυνος a magitrate masc gen sg (doric aeolic) ἀρτύ̱νω , ἀρτύνας a magitrate masc gen sg (attic epic doric ionic) ἀ̱ρτύ̱νω , ἀρτύνω putting aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀρτύ̱νω , ἀρτύνω putting aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτύνοιο — ἄρτυνος a magitrate masc gen sg (epic) ἀρτύ̱νοιο , ἀρτύνω putting pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτύνους — ἄρτυνος a magitrate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτυνοι — ἄρτυνος a magitrate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek